«Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΓΙΑΤΖΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ»

Κυριακή 31 Οκτωβρίου, στις 16.00, ΕΡΤ1

Για τον αγαπημένο ηθοποιό Γιάννη Βογιατζή όλα ξεκίνησαν με την ανάγνωση ενός ποιήματος σε μια αίθουσα του δημοτικού σχολείου στο Αλιβέρι, πριν από ογδόντα οκτώ χρόνια. Με πατέρα δικαστικό, η απόφαση να γίνει ηθοποιός δεν ήταν απλή υπόθεση. Όπως δεν είναι εύκολο να καταφέρουν να χωρέσουν σε μία ώρα εικόνες, σκέψεις, αναμνήσεις δύο ζωών. Τη μία τη ζει ως ιδιώτης, την άλλη ως ηθοποιός. Μιλά για τη σχολή του Εθνικού που πήγαινε κρυφά, για τα πρώτα βήματα στο σανίδι, το τυχαίο ξεκίνημα στον κινηματογράφο, τις σημαντικές συναντήσεις, τις μεγάλες ευκαιρίες και τη δεύτερη καριέρα.

«Όταν πάρω έναν ρόλο αισθάνομαι ότι έχω την ευθύνη και ενός άλλου ανθρώπου. Με κάνει ευτυχισμένο γιατί αισθάνομαι ότι έχω δυο ζωές. Όταν κάνεις πρόβες για ένα έργο τότε αισθάνεσαι να ξαναμοντάρεις μια νέα ζωή μέσα σου. Ξέρω για τον κάθε ήρωα, πού τρώει, πού κοιμάται, τί φοράει. Ξέρω πώς είναι το σπίτι του, γιατί αλλιώς δεν θα ‘χω το θράσος και την αναίδεια να υποδυθώ αυτόν τον άνθρωπο. Τι υποδύομαι; Μόνο εκείνη τη στιγμή που με δείχνει ο κινηματογράφος; Μα αυτός ο άνθρωπος δεν είναι μόνο οι δύο ώρες. Κρατάει μια ολόκληρη ζωή».

«Ο χώρος μου έχει και επαγγελματίες ηθοποιούς οι οποίοι έχουν πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους. Σε αυτή την περίπτωση, είμαι βέβαιος, ότι αυτή τη μεγάλη ιδέα που έχουν για τον εαυτό τους δεν την έχει το κοινό ολόκληρο γι’ αυτούς. Είναι αυτό που λέμε ψώνιο, ένα είδος ανθρώπου τον οποίο τον απασχολεί πόσα αυτόγραφα θα δώσει και πώς θα του μιλήσουν στο δρόμο. Δεν είσαι καλλιτέχνης, είσαι κακοτέχνης στην περίπτωση αυτή. Ο καλλιτέχνης δίνεται ψυχή τε και σώματι, αγνοώντας την αποδοχή που θα έχει από τον κόσμο. Για να σε πιστέψει ο άλλος πρέπει να λες αλήθεια. Το ψέμα έχει κοντά ποδάρια».

Θυμάται τον τρόπο που αντιδρούσε ο πατέρας του: «Ο πατέρας μου μια φορά κατέβαινε με τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου στην οδό Πανεπιστημίου και του λέει: “Βρε Κώστα, είδα στο θέατρο κάποιον Γιάννη Βογιατζή, τι είναι; Δεν έχω καμία συγγένεια ούτε με τον Γιάννη Βογιατζή τον ηθοποιό, ούτε με τον τραγουδιστή”. Τον τραγουδιστή, τον Γιαννάκη μου, τον είχε βαφτίσει. Άργησε πολύ ο πατέρας μου να με “συγχωρέσει”, να με αποδεχθεί. Πολλές φορές δεν είχε έρθει να με δει, αλλά η μητέρα μου ήταν ο σύμμαχός μου».

Αναπολεί τις όμορφες στιγμές και αναφέρεται στις δύσκολες ώρες που έζησε με τη σύζυγό του: «Ερχόταν και έβλεπε τις παραστάσεις και όσα μου έλεγε τα έπαιρνα της μετρητοίς γιατί μου τα έλεγε ένας άνθρωπος που πραγματικά με αγαπούσε. Με έπιανε αυτό που λένε τρακ, αλλά τρακ δημιουργικό, ήθελα να δώσω τον καλύτερο εαυτό μου και να της τον προσφέρω. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, είχε Αλτσχάιμερ και οι γιατροί και οι φίλοι μου μού είπαν να την πάμε σε κάποιο ίδρυμα, με γυναίκα αποκλειστική. Πήγαινα λοιπόν για πρόβα και μετά πέρναγα τη μέρα μαζί της κι αυτή μου έδινε κουράγιο γιατί ήταν ένας σπάνιος άνθρωπος. Ήταν μία κυρία και όσοι τη γνώρισαν, το ήξεραν».

Εξήντα πέντε χρόνια προσφοράς του Γιάννη Βογιατζή στον κινηματογράφο, κυρίως όμως στο θέατρο. Αυτό που την κάνει ανεκτίμητη δεν είναι μόνο το ταλέντο αλλά η προσωπικότητα, το ήθος, η ευγένεια της ψυχής που τόσο απλόχερα μας έχει προσφέρει όλα αυτά τα χρόνια.

Παρουσίαση / Αρχισυνταξία: Έλενα Κατρίτση

Σκηνοθεσία: Κώστας Γρηγοράκης

Διεύθυνση Φωτογραφίας: Γιώργος Μιχελής

Μοντάζ: Παναγιώτης Σταματόπουλος

Μουσική Επιμέλεια: Σταμάτης Γιατράκος