«ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ» με την Έλενα Κατρίτση
Σάββατο 2 Φεβρουαρίου
Ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες στιχουργούς, που έβαλε τη δική του ανεπανάληπτη σφραγίδα στην εξέλιξη του ελληνικού τραγουδιού, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, αυτό το Σάββατο, Προσωπικά με την Έλενα Κατρίτση
Πενήντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την εποχή που ο Λευτέρης Παπαδόπουλος έγραψε τα πρώτα του τραγούδια, τη «Φτωχολογιά» και
την «Άπονη Ζωή». Είτε έγραφε στίχους για τη φτώχεια και τις δύσκολες στιγμές της ζωής, είτε υμνούσε τον έρωτα, κατάφερνε πάντα, με τον δικό του μοναδικό τρόπο, να μιλά στις καρδιές όλων μας
«Ξέρεις τι θα πει να γράφεις ένα τραγούδι και να το λέει όλη η Ελλάδα; Τι δύσκολο πράγμα είναι και πόση αφοσίωση θέλει; Γράψε – σκίσε, ξαναγράψε; Υπάρχουν τραγούδια που τα έχω γράψει πριν από 50 χρόνια και δεν τα έχω τελειώσει μέχρι σήμερα… Το να έχεις υμνήσει τον έρωτα είναι πάρα πολύ ωραίο, γιατί με τα τραγούδια σου ερωτεύονται και οι άλλοι. Το πιο συγκλονιστικό στη ζωή μου είναι όταν βλέπω ζευγάρια να φιλιούνται ενώ ακούγεται ένα δικό μου τραγούδι»
Επίσης φέτος, μετά από 54 χρόνια δημοσιογραφικής καριέρας και συνεχούς παρουσίας στην εφημερίδα «Τα Νέα», αποχαιρέτησε τους αναγνώστες της στήλης του, που όλα αυτά τα χρόνια τον ακολουθούσαν πιστά
«Δε γράφω πια, από την 1η Γενάρη σταμάτησα. Αλλά καιρός ήτανε, είμαι 54 χρόνια στα «Νέα»… Εκεί άρχισα και εκεί, νομίζω, τελειώνω τη δημοσιογραφική μου καριέρα. Λέω “νομίζω” διότι η ζωή έχει απρόοπτα και ίσως να υπάρχει ενδεχόμενο να ξαναγράψω. Mου λείπει το γράψιμο, το μολύβι είχε γίνει προέκταση του χεριού μου…»
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, σε μια εξομολόγηση ψυχής, μιλά για τους ήχους και τις μυρωδιές της παιδικής του ηλικίας, τα νιάτα και τον έρωτα, τους ανθρώπους που αγάπησε και τον αγάπησαν, και για όσους και όσα τον συντρόφεψαν και τον συντροφεύουν μέχρι σήμερα.
«Δυστυχώς όταν είσαι νέος και διεκδικείς μια θέση στην κοινωνία σκέφτεσαι πως να βρεις δουλειά και να διακριθείς… Θα ήθελα να ήταν αλλιώς η ζωή μου, με λιγότερο γράψιμο και περισσότερα κορίτσια… Θα προτιμούσα να μπορούσα να θυμάμαι 500 γυναικεία ονόματα… Βέβαια η Ράια, η γυναίκα μου, είναι ο μεγάλος μου έρωτας»
– Για την οικογένειά του, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος λέει:
«Είμαι από μια πολύ μεγάλη οικογένεια! Λένε συνήθως “αυτός είναι από μεγάλη οικογένεια” και εννοούν, οι ηλίθιοι, ότι είναι από οικογένεια που έχει λεφτά. Όχι, εγώ είμαι από μεγάλη οικογένεια διότι οι γονείς μου ήτανε φουκαράδες και δουλεύανε για το μεροκάματο. Για να με στείλουν εμένα μέχρι και το πανεπιστήμιο. Άνθρωποι της βιοπάλης. Αυτό θα πει τίτλος τιμής και αυτό θα πει μεγάλη οικογένεια. Είμαι από μεγάλη οικογένεια»
«Μεγάλωσα στην κατοχή, ήμουν 9 χρόνων όταν έφυγαν οι Γερμανοί και μετά ήταν ο εμφύλιος, η δικτατορία, τα πιο απάνθρωπα γεγονότα. Και ήμασταν πολύ φτωχοί… Πέρασα πολλές μέρες της ζωής μου χωρίς να έχω φάει τίποτα. Καθόμασταν με τον πατέρα και τον αδερφό μου σ’ ένα παράθυρο, πίναμε μόνο νερό και τραγουδούσαμε»
Για τη μητέρα του
«Τα πάντα τα χρωστάω στη μάνα μου. Ήταν μια καταπληκτική γυναίκα… Όταν έπαθε ο πατέρας μου φυματίωση, εκείνη βγήκε στους δρόμους και δούλευε για να μας φέρει λίγο ψωμί… Και όταν δεν είχαμε τίποτα να φάμε γδυνόταν και μας χόρευε για να νιώθουμε ευτυχισμένοι…Θυμάμαι μια μέρα στην κατοχή δεν είχαμε τίποτα να φάμε και βρήκε κάπου μια κονσέρβα με 5-6 φασόλια και ήρθε στο σπίτι ευτυχισμένη. Έκανε το δάχτυλό της σαν φτυαράκι και έπαιρνε ένα φασόλι, χόρευε, έβαζε το δάχτυλο στο στόμα μου και μας τάιζε… Ακόμα και όταν μεγαλώσαμε εκείνη μας έπλενε στη σκάφη, δεν ντρεπόταν… Τέτοια ήταν, γυναίκα με μεγάλη δύναμη… Σ’ αυτή χρωστάω τα πάντα, ακόμα και τα πρώτα τραγούδια μου από αυτήν τα έγραψα, από δικές της διηγήσεις»
«Η μάνα μου μου έμαθε πόσο σπουδαίες είναι οι γυναίκες. Έχω λατρεία στις γυναίκες. Πιστεύω ότι οι γυναίκες είναι πολύ καλύτερες από τους άντρες και ότι ίσως η κατάντια των χωρών να οφείλεται στην φαλλοκρατία»
«Η μάνα δεν ξεχνιέται. Δεν άκουσα ποτέ κάποιον να λέει “αχ πατέρα”… “Aχ μάνα μου”, λέει. Σκληρό πράγμα να χάσεις τη μάνα σου, δεν έχεις τίποτα πέρα από αυτήν. Όταν τη χάσεις νιώθεις ότι ξεριζώνεσαι. Με τον πατέρα δεν είναι το ίδιο. Η μάνα κρατάει αναμμένο το καντήλι.