«ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ» με την Έλενα Κατρίτση
Σάββατο, 12 Ιανουαρίου
Ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους, ο Δημήτρης ΜυταράςΠροσωπικά
Δημιουργικός και ακούραστος καλλιτέχνης επί πενήντα χρόνια, µε πληθωρική παρουσία και διεθνή καταξίωση, ο Δημήτρης Μυταράς ασχολήθηκε κυρίως με τη ζωγραφική, αλλά εξερεύνησε και άλλους εικαστικούς τομείς όπως τη σκηνογραφία και τη διακόσμηση, ενώ τα τελευταία χρόνια αρθρογραφεί κι ασχολείται και με την ιδιαίτερη του αγάπη, την ποίηση
Με τα έργα του έχει συμμετάσχει σε μερικές από τις σημαντικότερες εκθέσεις σε όλο τον κόσμο, ενώ ως καθηγητής και μετέπειτα πρύτανης στη Σχολή Καλών Τεχνών, εκεί όπου και ο ίδιος σπούδασε κοντά στον Γιάννη Μόραλη και τον Σπύρο Παπαλουκά, έχει επηρεάσει γενιές νέων και ελπιδοφόρων καλλιτεχνών
Μιλά για τα σημαντικά προβλήματα της εποχής μας, για την «κόλαση και τον παράδεισο», την τέχνη, τα χρήματα, τα «πορτρέτα επί παραγγελία», αλλά και για τη μητέρα του που δε γνώρισε ποτέ, για την παρουσία της γυναίκας του περισσότερο από πενήντα χρόνια δίπλα του, το ρόλο που έχει παίξει στη ζωή του, καθώς και για το σοβαρό πρόβλημα που αντιμετωπίζει με την όρασή του
Τέσσερα χρόνια έχει να μπει στο εργαστήρι του όπου βρίσκεται ακόμη κρεμασμένος ένας μισοτελειωμένος πίνακας… «Στον ύπνο μου το βλέπω το εργαστήριο, έχω κάνει τόσα έργα στον ύπνο μου που δε μπορείς να φανταστείς…», εξομολογείται ο Δημήτρης Μυταράς. «Ήταν μια φριχτή δοκιμασία για μένα, ευτυχώς που είχα τους δικούς μου ανθρώπους κοντά μου… Αναθεώρησα πολλά πράγματα, με έκανε να σκεφτώ βαθύτερα, έβαλα σε τάξη αυτά που πρέπει να υπολογίζουμε. Τελικά το πιο σημαντικό είναι η σχέση που έχουμε με τους ανθρώπους δίπλα μας»
Για τη μεγάλη περιπέτεια που περνούν τα τελευταία χρόνια, αλλά και για τη ζωή της δίπλα του, μιλά η σύζυγός του. Εξερευνώντας μαζί της τους χώρους όπου βρίσκονται εκατοντάδες κοχύλια και όστρακα που έχει συλλέξει ο Δημήτρης Μυταράς από όλο τον κόσμο, αλλά και το εργαστήρι όπου βρίσκονται παρατημένα πια τα πινέλα και οι καμβάδες, η Χαρίκλεια Μυταρά ανοίγει την καρδιά της και περιγράφει όμορφες, αλλά και δύσκολες στιγμές της κοινής τους πορείας.
Ο Δημήτρης Μυταράς μιλά
Για τη σχέση του με τη ζωγραφική
«Δουλεύω με το ένστικτο, όχι με τη λογική. Δε συνεργάζονται αυτά τα δύο. Ό,τι κάνω, δε μπορώ να το διορθώσω, θεωρώ πως το έκανα όσο καλύτερα μπορούσα. Δεν έχω πετάξει, ποτέ κανένα έργο… Έτσι γίνεται και η τέχνη, η γνήσια τέχνη. Με το ένστικτο και το ταλέντο… ‘Ντουέντε’ σημαίνει δαίμονας, πρέπει να έχεις τον δαίμονα»
Για τα νεανικά του όνειρα και το μετέπειτα έργο του:
«Θυμάμαι ότι δεν είχα όνειρα, για αυτό και δεν απογοητεύτηκα κιόλας… Έλεγα θέλω να φτιάξω δέκα έργα που θέλω να είναι πολύ καλά. Δεν το κατάφερα… Έχω δει τους πολύ καλούς, δε μπορώ να συγκριθώ εγώ μαζί τους… Λατρεύω τον Βαν Γκογκ, όταν εκείνος βέβαια λέει πως ο ίδιος δεν άξιζε τον κόπο, τι να λέμε εμείς; …Όταν κάνεις κάτι συναισθηματικά, το υποστηρίζεις. Αν περάσει χρόνος όμως και το δεις, μπορεί να μην είναι τόσο καλό όσο νόμιζες… Όπως με μια γυναίκα που ερωτεύεσαι αλλά στη συνέχεια αποδεικνύεται ότι δεν είναι αυτό που ήθελες πραγματικά… Έτσι συμβαίνει στους ανθρώπους, απογοητεύονται, αλλάζουν…».
Για τα παιδικά του χρόνια:
«Δεν έχω καλές αναμνήσεις… Tα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στην Κατοχή. Ζήσαμε σε μία κόλαση τότε. Μου έλειπε και η μητέρα μου… Δε τη γνώρισα ποτέ, πέθανε όταν ήμουν μερικών ημερών… Ίσως και για αυτό να μου αρέσει να ζωγραφίζω πολλές γυναίκες… Λέγανε στο δρόμο, μην τον πειράζετε, είναι ορφανός’… Ίσως για αυτό να σέβομαι πολύ τους απλούς ανθρώπους, εκείνους που είναι άτυχοι»
Για τη σύντροφο της ζωής του:
«Γνωριστήκαμε στη Σχολή Καλών Τεχνών και δε χωρίσαμε ποτέ, ζήσαμε μαζί μια ολόκληρη ζωή… Τη χρειάζομαι, την έχω ανάγκη δίπλα μου… Είναι μια τρομερά αξιόλογη γυναίκα, ικανότατη ως ζωγράφος. Το ξέρετε ότι υπάρχει κόσμος που την εκτιμά περισσότερο από μένα; ‘Σα τη Ζουζού δεν είσαι’ λένε. Την παραδέχομαι απόλυτα…»
Για τους μετανάστες και το ρατσισμό στην Ελλάδα σήμερα:
«…Τι θα πει ‘λαθρομετανάστες’ ή ‘μετανάστες’; Εμείς τι ήμασταν τόσα χρόνια; Μετανάστες στη Γερμανία! Ο πατέρας μου πήγε μετανάστης στην Αμερική μετά το ’22, δούλεψε εκεί, ήταν πολύ δύσκολα.